Слава Україні!

nickel

Administrator
Staff member
Από τον Σάκη Σεραφείμ (Zazula) στο Facebook:

Το γλωσσικό τρίβιο της ημέρας:
Η πρώτη λέξη τού συνθήματος «Слава Україні!» (προσεγγ. προφορ. /σλάβα Ουκραΐνι/ — σημασ. «δόξα στην Ουκρανία!») είναι ομόρριζη με το συνηθισμένο σε πολλά σλαβικά ονόματα συνθετικό slav(o)/slava/sław(o)/sława, όπως είναι λ.χ. τα Γιαροσλάβ και Σλαβομίρα.

Η ουκρανική λέξη слава σημαίνει δόξα, αλλά και κλέος/φήμη, και απαντά σε όλες τις σλαβικές γλώσσες — σε ορισμένες και με σημασιακές επεκτάσεις που προέκυψαν και σε άλλες γλώσσες για τις ίδιες έννοιες (π.χ. φήμη “υπόληψη/όνομα”· φήμη “διάδοση”· δόξασμα “εορτασμός αγίου”· διασημότητα).

Συνήθως από τη λέξη αυτή έχουμε το β′ συνθετικό σε ονόματα, όπως εντελώς ενδεικτικά (είναι αυτονόητο πως η γραφή ή/και η προφορά των ονομάτων από τη μία σλαβική γλώσσα στην άλλη έχει μικρές διαφορές· επίσης όλα τα ονόματα έχουν και ευκόλως προκύπτοντα τύπο για το θηλυκό):
❖ Στανισλάβ = αυτός που κατακτά δόξα
❖ Μστισλάβ = αυτός που δοξάζεται εκδικούμενος
❖ Βλαντισλάβ (ουγγρ. László· υπάρχει και σε νεολατινικές γλώσσες όπως λ.χ. Uladislao) = αυτός που κατέχει δόξα
❖ Ροστισλάβ/Ραστισλάβ = αυτός που αυξάνει τη δόξα
❖ Μπογκουσλάβ = Θεόδοξος
❖ Βέντσεσλας (ελλην. Βεγκέσλαος ή Βεντσέσλαος) = ο έχων μεγαλύτερη δόξα
❖ Σλαβόλιουμπ/Λιουμποσλάβ = αυτός που αγαπά τη δόξα

Η λ. слава ανάγεται σε πρωτοσλαβικό *slàva που ανάγεται σε πρωτοβαλτοσλαβικό *ślā́ˀwāˀ (μέχρι εδώ η σημασία παραμένει αναλλοίωτη στη χρονική εξέλιξη), που με τη σειρά του ανάγεται στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱlew-. Αυτή η ΠΙΕ ρίζα σημαίνει «ακούω», εξ ου και η παραγωγή λέξεων με την έννοια της φήμης (και της μεγάλης, θαυμαστής φήμης που είναι η δόξα). Η ΠΙΕ ρίζα *ḱlew- αποδείχθηκε εξαιρετικά παραγωγική, όχι μόνον στην ελληνική αλλά και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (οι αναφερόμενες σημασίες είναι ενδεικτικές· συχνά υπάρχουν κι άλλες, μη αναφερόμενες εδώ λόγω περιορισμένου χώρου):
⬖ κλέω “λέγω για κπ/κτ, γνωστοποιώ, ψάλλω, εγκωμιάζω· καλώ, ονομάζω· (παθ. κλέομαι) είμαι διάσημος, ένδοξος, επαινούμαι, φημίζομαι“ > κλειτός “φημισμένος, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος“ (απ’ όπου επίσης και σύνθεση ανθρωπωνυμικών όπως Κλείταρχος, Ηράκλειτος)
⬖ κλέος “φήμη, διάδοση· δόξα“, λέξη η οποία εμφανίζεται ως σύνθετο σε ανθρωπωνυμικά (Κλεόβουλος, Κλεοπάτρα, Ηρακλής, Περικλής, Σοφοκλής) κατά απολύτως όμοιο τρόπο με τη λ. слава στα διάφορα Σλαβο- & -σλάβ(α) > κλεινός “διάσημος, περίφημος, ένδοξος“ (λ. γνωστή από τη σύμφραση «κλεινόν άστυ»)
⬖ κλύω “ακούω· αντιλαμβάνομαι· πληροφορούμαι“ > κλυτός “γνωστός, διάσημος, ένδοξος, περίφημος“ (και χρήση σε ανθρωπωνυμικά όπως Κλυταιμνήστρα)
⬖ αγγλ. listen, loud
⬖ ρωσ. словарь “λεξικό”
⬖ γερμ. Laut (βλ. Ablaut, Umlaut)

Παρότι η λ. слава “δόξα” δεν δείχνει (σύμφωνα με την περισσότερο αποδεκτή σήμερα θέση από τους ετυμολόγους) να αποτελεί το έτυμον του εθνωνυμικού Σλάβοι, το γεγονός πως ήταν τόσο εύσημη άσκησε ισχυρή παρετυμολογική επίδραση για την εδραίωση, και μάλιστα με περηφάνια, του ενδωνυμίου τους (ιδίως αν συνυπολογίσουμε το πόσο δυσμενής σημασιακά ήταν η εξέλιξη που επεφύλασσε στη συνέχεια η γλώσσα στο εν λόγω εθνωνυμικό, παράγοντας τη λ. σκλάβος η οποία κατόπιν έγινε ακόμη πιο διεθνής μέσω της λατινικής).

Αλλά παρότι υπάρχουν πολλά ακόμη ενδιαφέροντα να γραφούν για την υπόψη ετυμολογική οικογένεια, είπαμε να κάνουμε τρίβιο κι όχι διατρίβιο — οπότε σταματώ εδώ.
🤓


σλάβα.jpg
 
Top