φρουφρού = rustle , swish | frills

nickel

Administrator
Staff member
Με αφορμή τη συζήτηση στο αγγλοελληνικό, παίρνω από γαλλοαγγλικό Ρομπέρ και ΛΝΕΓ και ΛΚΝ και Κοραή και τα κάνω ένα:

φρουφρού (το)φρου φρου)
1 (ηχομιμ.) ο ήχος που παράγει το φόρεμα γυναικών που βρίσκονται σε κίνηση, θρόισμα. rustle, swish.
2. φραμπαλάς (συν. στον πληθ.). frills.
όλο φρουφρού κι αρώματα, για ντύσιμο υπερβολικά στολισμένο, εντυπωσιακό. || (επέκτ.) για λόγια ή ενέργειες εντυπωσιασμού, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. all flash and no substance, all show and no substance.


http://en.wikipedia.org/wiki/Frill_(fashion)
 

nickel

Administrator
Staff member
Εγώ πάλι δεν ξέρω τι είχαν οι Εγγλέζοι στο νου τους όταν το έκαναν furbelow.
 
Top