Ήξερα ευτύχημα, ατύχημα, δυστύχημα, αλλά σκέτο *τύχημα δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως τυχηματικός, στη γλώσσα των κατασκευαστών, και μεταφράζει το accidental. Για κάποιον λόγο (που θα ήθελα να ανακαλύψω), δεν τους έκανε το επίθετο τυχαίος. Εκτός αν ήθελαν να κρατήσουν το τυχαίος για το random, οπότε...
το accident από «τυχαίο συμβάν» έγινε: τυχηματικό φαινόμενο / γεγονός
accidental loads = τυχηματικά φορτία
accidental combinations = τυχηματικοί συνδυασμοί
accidentally = τυχηματικά
Ξέρετε κάτι περισσότερο;
το accident από «τυχαίο συμβάν» έγινε: τυχηματικό φαινόμενο / γεγονός
accidental loads = τυχηματικά φορτία
accidental combinations = τυχηματικοί συνδυασμοί
accidentally = τυχηματικά
Ξέρετε κάτι περισσότερο;