τακτικισμός = use of tactics | an unscrupulous tactic

nickel

Administrator
Staff member
Η λέξη τακτικισμός (χύμα γκουγκλιές ή γκουγκλιές σε εφημερίδες) δεν είναι ακριβώς νεολογισμός. Είναι λέξη της μεταπολιτευτικής περιόδου και τη βρήκα όχι μόνο στο ΛΝΕΓ αλλά και στο Λεξικό των ισμών του Αντώνη Διαμαντίδη. Ιδού οι ορισμοί:

τακτικισμός (ο) ΠΟΛΙΤ. τρόπος πολιτικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από τη χρησιμοποίηση μιας τακτικής για την εξυπηρέτηση μεμονωμένων στόχων και όχι ως μέρους ενός συνολικότερου πολιτικού σχεδίου και προγράμματος: η αδυναμία τής αντιπολίτευσης να διαδραματίσει τον ουσιαστικό της ρόλο φαίνεται κατεξοχήν από τους τακτικισμούς της. (ΛΝΕΓ)

τακτικισμός Η τάση επίλυσης των προβλημάτων, κυρίως σε πολιτικό επίπεδο, χωρίς στρατηγική και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Η κοντόφθαλμη και χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό πολιτική που ακολουθούν τα πολιτικά κόμματα. (Λεξικό των ισμών)


Το ΛΚΝ δεν έχει λήμμα και το ΛΝΕΓ δεν έχει ετυμολογία. Θεωρώ ότι ο όρος προέρχεται από τα ιταλικό tatticismo. Το βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχει ο όρος στα αγγλικά και είναι λάθος να χρησιμοποιούμε το *tacticism, εκτός κι αν θέλουμε να τους το διδάξουμε, όπως επιδιώκουν πολλοί μη φυσικοί ομιλητές της αγγλικής γράφοντας στα αγγλικά.

Το ιταλικό Wiktionary μάς προσφέρει φλύαρη απόδοση: The unscrupulous use of tactics in politics to further one's own ends.

Ανάλογα με τις ανάγκες και το χρωματισμό μπορούμε να καταφύγουμε σε πιο ολιγόλογες αποδόσεις:
use of tactics (μη μετρήσιμο)
a tactic / a tactical move / a tactical manoeuvre / an unscrupulous tactic (μετρήσιμο)
και ό,τι άλλο έχετε την καλοσύνη να συνεισφέρετε.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Διανηματικές συνδέσεις

strategist = υπεύθυνος στρατηγικού σχεδιασμού, στρατηγιστής:
Οι τακτικιστές και οι πρακτικιστές προκύπτουν από τον τακτικισμό και τον πρακτικισμό αντίστοιχα.

gamesmanship:
Αν είναι το να κινείσαι εκτός fair play, κάνει το επίθ. αθέμιτος (και βάζεις εσύ μετά παιχνίδι, συμπεριφορά, τακτική, μέθοδοι, τακτικισμός ή ό,τι άλλο σου κάνει);
 
Top