Και μια γριά από τις δούλες της, θαρρώντας
πως του Πάνα η μανία ή κανός άλλου
θεού την είχε πιάσει, αναβογγήθη·
μα όταν την είδε να πετά απ’ το στόμα
λευκόν αφρό, τα μάτια να στρουφίζει,
κι απ’ την όψη της το αίμα να τραβιέται,
αντίφωνο έσυρε στο βόγγο θρήνο
τρανό. Ευριπίδη Μήδεια, μτφ. Π. Πρεβελάκη
==========
Το κατσαρό μαύρο μαλλί του κατέβαινε στρουφίζοντας μ' άγριες μπούκλες πάνω στο χαμηλό του μέτωπο. Εξόν από το γυριστό μαχαίρι, είχε κρεμασμένο στο δεξί του πλευρό κ' ένα πελέκι. Τά λάσια στήθια του φαίνονταν μέσ' από το μισάνοιχτο πουκάμισο, και φορούσε στα πόδια ένα βρεμένο παντελόνι, μακρύ και κολλητό.
...
Πρωτοπορία νεφελωτή, τα όνειρα, είχαν έρθει λίγο πριν να του ξεσηκώσουν πάλι το νου, μέσα στο μαυλιστικό τους στρούφουλα.
...
Ο στρούφουλας των ονείρων τον συνεπήρε αμέσως στη ζαλιστική του τη γυροβολή. Κι όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, είδε με κατάπληξη πως είταν βράδυ.
...
Φορούσε κωνικό σκιάδι βυσσινί, και τα μαλλιά του, πηχτά, κορακάτα, στρουφίζανε γυαλίζοντας πάνω στον άσπρο σβέρκο.
... Κι άλλες 13 φορές το στρουφίζω στο ίδιο.
Να ’μουνε κι είντα να ’μουνε του Γιούχτα δεντρουλάκι
εκειά στην άκρα τ’ εγκρεμού σε ριζιμιό χαράκι.
Ν’ απλώνω τ’ άγρια κλαδιά με τσίτες και μ’ αγκάθια
και να με μπεγεντίζουνε τα κοφτερά χαράκια.
Να με τραντάζουν οι ριπές μες στου βοριά τη δίνη,
να με στρουφίζει κι ο χιονιάς μες στην αγριοσύνη