σκασιάρχης | σκασιαρχείο = truant | truancy κ.ά.

nickel

Administrator
Staff member
Στον κατάλογο με τις λέξεις σε —άρχης ο σκασιάρχης είναι μια προφανής εξαίρεση, αφού δεν ασκεί καμιά εξουσία. Για το σκασιαρχείο γράφει στο ΕΛΝΕΓ:
σκασιαρχείο < σκασιάρχ(ης) (με παραγ. τέρμα -ειο) θ. σκασ- (του ρ. σκάζω) + λεξ. επίθημα -άρχης (< ρ. άρχω). Η. λ. σχηματίστηκε περιπαικτικά κατ' αναλογίαν προς σύνθετα με α' συνθ. σε (από ονόματα σε -ιο, -ις), όπως γυμνασι-άρχης, ταξι-άρχης, εργοστασι-άρχης.

Στα αγγλικά έχουμε τον γνωστό ιδιωματισμό play truant = κάνω σκασιαρχείο. Στα ελληνικά λέμε και κάνω κοπάνα. Έχουμε άλλο τρόπο να το πούμε αυτό; Γιατί στα αγγλικά έχουμε πολλούς (είναι πολλά και τα «αγγλικά», άλλωστε). Έτσι διαλέγω από το truancy της Wikipedia:

skiving (Αγγλία), cutting class (ΗΠΑ, Καναδά, Σκωτία), skipping school (Αυστραλία, Ν. Αφρική, ΗΠΑ), playing hooky / hookie / hookey (ΗΠΑ), twagging (Αγγλία) κ.ά.

Ο σκασιάρχης είναι truant, επίθετο και ουσιαστικό, π.χ. truant pupils, Nick was truant (from school) seven days this month και persistent truants.
 
Με όλο τον σεβασμό προς τον Πετρούνια που έβγαλε τις ετυμολογίες του ΛΚΝ, μου φαίνεται πολύ πιθανότερο η αρχική λέξη να είναι το σκασιαρχείο, το οποίο πρέπει να βγήκε από το σχολαρχείο, που υπήρχε επί πολλές δεκαετίες παλιότερα, 3 χρόνια ανάμεσα σε δημοτικό και γυμνάσιο. Ο σκασιάρχης το βρίσκω πιθανότερο να βγήκε μετά, από το σκασιαρχείο. Άλλωστε, πολύ συχνότερο είναι το "σκασιαρχείο" από τον "σκασιάρχη".
 

nickel

Administrator
Staff member
Τα παραπάνω είναι από το ΕΛΝΕΓ, αλλά τα ίδια νομίζω ότι λέει κι ο Πετρούνιας / το ΛΚΝ:

σκασιαρχείο το [λόγ. σκασιάρχ(ης) -είον]
σκασιάρχης ο [λόγ. < φρ. το 'σκασα (δες σκάω3) ειρ. κατά το ταξιάρχης]
 

Zazula

Administrator
Staff member
Όντως και το ΛΚΝ και το ΕΛΝΕΓ (το οποίο παρέθεσε ο Νίκελ) υποθέτουν ότι ο σκασιάρχης προϋπήρχε του σχασιαρχείου. Η Β' έκδοση του ΛΝΕΓ (2006) δεν λημματογραφεί καν τη λ. σκασιάρχης, και δίνει στην ετυμολογία τής λ. σκασιαρχείο:
σκασιαρχείο < σκασ(ι)- [ < σκάζω, πβ. αόρ. έσκασα] + -αρχείο < -άρχης [ < άρχω]
Πάντως κι εγώ συμφωνώ με τον sarant. Τέλος να προσθέσω ότι υπάρχει από παλιά η συγκεκριμένη σημασία και στη λ. σκαστός (αντιγράφω από τον Δημητράκο):
σκαστός (επί μαθητών κ. στρατιωτών) ο ένεκα οκνηρίας ή αμελείας απουσιάζων εκ των μαθημάτων ή των γυμνασίων: σήμερα πάλι ο γιος σου ήτανε σκαστός από τα Ελληνικά
 

pidyo

New member
Και για να μην ψάχνετε σαν εμένα τον ανόητο κι αφηρημένο τη διαδρομή της λέξης, το νεοελληνικό σκά(ζ)ω δεν έχει σχέση με το αρχαίο σκάζω (=χωλαίνω) αλλά με το σχάζω (= σκάω).
 
Top