κατσαπλιάς

Zazula

Administrator
Staff member
Τα λεξικά λένε ότι η λέξη κατσαπλιάς είναι άγνωστου ετύμου. Δεν βρήκα κάπου έστω εικασίες (κι ας παρέμενε αβέβαιο το έτυμον). Οπότε ήθελα να ρωτήσω (αυτούς που παρακολουθούν τα της ετυμολογίας, τουλάχιστον) αν γνωρίζετε να 'χει εξεταστεί το ενδεχόμενο να προέρχεται από το κατσάπ (ουκρ. кацап, πολων. kacap), που είναι μειωτικός χαρακτηρισμός για τους Ρώσους. Μην ξεχνάμε ότι:
1. Η λέξη κατσαπλιάς χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει με μειωτικό τρόπο τους Ελασίτες, οπότε έχει νόημα η σύνδεση με τη Ρωσία. Εάν η αρχική σημασία είναι "κλέφτης", μήπως να επιχειρηθεί συσχέτιση με το πλιάτσικο (σλαβικής προέλευσης κι αυτό);
2. Ο αντίστροφος μειωτικός χαρακτηρισμός, δηλαδή το χαχόλ (ρωσ. хохо́л, πολων. chachoł) για τους Ουκρανούς, έχει ενταχθεί στην ελληνική γλώσσα κι έχει μάλιστα διευρυνθεί σημασιακά σε τέτοιο βαθμό, που ούτε ο φανατικότερος εθνικιστής Ρώσος δεν θα φανταζόταν.
 
Ζαζ, τα λεξικά που έχουμε δεν είναι ετυμολογικά. Επομένως, όταν κάπου λένε "αγνώστου ετύμου" τίποτε δεν αποκλείει να έχουν χυθεί τόνοι μελανιού για τη συγκεκριμένη ετυμολογία, αλλά χωρίς πειστική απάντηση.

Δεν έχω κοιτάξει, αλλά η λέξη κατσαπλιάς υπήρχε θαρρώ πολύ προτού εμφανιστούν οι ελασίτες. Και γενικά ρωσικά δάνεια δεν έχουμε πολλά και μάλιστα σε λέξεις που δεν περιγράφουν ρωσικά πράγματα. Πιο πιθανό θα έλεγα, έτσι εκ του προχείρου, το τουρκικό κατσάκ που θα πει κάτι σαν φυγόδικος. Όσο για το πλιάτσικο, είναι βαλκανισμός, δεν ξέρω αν έχει σλάβικη αρχή ή αλβανική, νομίζω το δεύτερο (έχουν πει ότι η απώτερη αρχή είναι το ελλ. πλακώνω, όρκο δεν παίρνω όμως).

Μα πού είναι ο Dr. Moshe όταν τον χρειαζόμαστε;
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ο Dr Moshe έδωσε την απάντησή του μέσω πρόσφατης δημοσίευσής του:

κατσαπλιάς

Η δυσετυμολόγητη αυτή λέξη έχει τη βασική σημασία «άρπαγας, λαφυραγωγός» και γενικότερα «κλέφτης», ενώ χρησιμοποιήθηκε επίσης ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Η μέχρι τώρα έρευνα δεν έχει αποδώσει καρπούς, η λέξη δεν φαίνεται να αντιστοιχεί σε γνωστό ξένο όρο και, ως αποτέλεσμα, θεωρείται αγνώστου ετύμου από τα λεξικογραφικά έργα. Αν ληφθεί υπ' όψιν ότι η λέξη φαίνεται σχετικά νεότερη στην Ελληνική και έχει σημασία αρκετά συγκεκριμένη, ίσως δεν είναι άστοχο να αναζητηθεί η αφετηρία της στο χωροχρονικό περιβάλλον τού μερικώς συνωνύμου όρου πλιάτσικο. Το ουσιαστικό πλιάτσικο προέρχεται από το αλβ. plaçkë στην ειδική σημασία «λάφυρο», είτε με διάσπαση του δυσπρόφερτου συμφωνικού συμπλέγματος <çk> [ts-k] είτε με προσαρμογή προς το παραγωγικό τέρμα -ικός. Από την ίδια αλβανική λέξη έχει σχηματιστεί το επώνυμο Πλιάτσκας, Πλιάτσικας.

Ο συλλογισμός αυτός υποδεικνύει την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να στραφεί η ετυμολογική έρευνα. Το αλβ. plaçkë (επίσης plaçka, με επιτασσόμενο οριστικό άρθρο· ας σημειωθεί ότι το <l> προφέρεται ως πλευρικό ουρανικό [ʎ], όπως π.χ. στη λ. ελιά) πιθανώς πέρασε ως πλιάτσ(ι)κας (που έμεινε μόνον ως επώνυμο), το οποίο με αντιμετάθεση ([pʎ] - [ts-k] > [k-ts] - [pʎ]) οδήγησε στον τύπο κατσαπλιάς. Είναι πιθανόν ότι πρόκειται για εκφραστικού τύπου μεταβολή, που ευνοήθηκε από το γεγονός ότι αρκετές λέξεις τής Ελληνικής αρχίζουν από κατσ(α)- (π.χ. κατσαρίδα, κατσαρός, κατσάβραχα, κατσάδα κ.λπ., πρβλ. και τα ποικίλης ετυμολογικής αρχής επώνυμα όπως Κατσι-γιάννης, Κατσί-μπαλης, Κατσαμπάς, Κατσάνος), καμμία όμως από πλια- πλην του ουσ. πλιάτσικο και των συνθέτων του. Ο καταβιβασμός τού τόνου στη λήγουσα συμμόρφωσε τη νέα λέξη με ουσιαστικά που έχουν παραγωγικό τέρμα -άς (π.χ. κεραμιδ-άς, λουλουδ-άς, πορτοφολ-άς) και -ιάς (π.χ. μαλλ-ιάς, φον-ιάς), τα οποία δηλώνουν τον δράστη ορισμένης ενέργειας ή αυτόν που ασχολείται με κάτι.
 
Πειστικό ακούγεται. Η αλβανική αρχή ταιριάζει με κάτι που έχω κι εγώ υπόψη μου για τη λέξη. Αλλά, όπως συνήθως, η έλλειψη χρονολόγησης μας δυσκολεύει.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Πάντως και στο ΛΝΕΓ (2012) παραμένει «αγνώστου ετύμου».
 

Zazula

Administrator
Staff member
Εεεμμ, δεν μου φαίνεται πειστική η προσπάθεια ετυμολόγησης στο σλανγκρ, μετά τα όσα κατέθεσε ο Dr Moshe παραπάνω.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Στο slang.gr γράφουν: Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «katsan» (μετοχή), που σημαίνει αποστάτης, εξομώτης, φυγάς.

Η πρόταση αυτή δεν είναι σωστή. Κατ' αρχάς, το τουρκικό ρήμα είναι kaçmak, όχι *katsmak. Η μετοχή είναι πράγματι kaçan, και σημαίνει «εκείνος ο οποίος το σκάει», χρησιμοποιείται όμως ως επιθετικός προσδιορισμός. Μετοχές τέτοιου τύπου χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν το αντίστοιχο των αναφορικών προτάσεων της ελληνικής γλώσσας. Η λέξη δραπέτης (ουσιαστικό) είναι τουρκιστί kaçak.

Η έννοια εξωμότης δεν είναι σωστή. Δεν ξέρω αν το ουσιαστικό kaçak είχε παλιότερα και αυτή τη σημασία - δε νομίζω, όμως. Η λέξη εξωμότης (αρνησίθρησκος) είναι στα τουρκικά mürtet, και επίσης dönek, από το ρήμα dönmek, γυρίζω, περιστρέφομαι (εξού και ντονμές, ντονέρ κτλ).
 
Κατσάκος ή κατσάκης λεγόταν ο δραπέτης, ο φυγόδικος, ο λιποτάχτης κτλ. (Τώρα μόνο σε επώνυμο). Οπότε δεν είναι τόσο απίθανη η ιδέα του σλανγκρ, χωρίς βέβαια τις αναφορές σε εξωμότες. Πειστικότερη βέβαια η πρόταση του Δρα Μόσε, αλλά όχι οριστική.
 

Thanasis_P

New member
Έχοντας τη λέξη kaçak=φυγάς σε συνδυασμό με τη λέξη çapulcu=άρπαγας και τη λογική της προσαρμογής της κατάληξης στην ελληνική γλώσσα, νομίζω ότι μπορούμε να πλησιάσουμε ακόμα περισσότερο.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Μα, ακριβώς ο λόγος που είμαι επιφυλακτικός για το kaçak είναι η ανάπτυξη του π· εάν εξηγηθεί με κάποιον μηχανισμό αυτό (όπως επιχειρεί ο Thanasis_P παραπάνω), τότε μόνο πιστεύω πως θα μπορούμε να μιλήσουμε για πιθανό έτυμον.
 

DeSaad

New member
Άσχετος εδώ.

Αφού περιγράφει τον άρπαγα και τον κλέφτη μήπως είναι παράφραση της λέξης πλιάτσικο; Δεν θα είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που μεταφέρονται γράμματα / συλλαβές από το τέλος στην αρχή της λέξης.
 

bernardina

Moderator
Ο Ανδριώτης έχει κατσάκης = δραπέτης και την ετυμολογεί από το τουρκικό kaçak.
Για τον κατσαπλιά δεν έχει καν λήμμα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Αφού περιγράφει τον άρπαγα και τον κλέφτη μήπως είναι παράφραση της λέξης πλιάτσικο; Δεν θα είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που μεταφέρονται γράμματα / συλλαβές από το τέλος στην αρχή της λέξης.
Δείτε το #3.
 

Domna

New member
Στο slang.gr γράφουν: Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «katsan» (μετοχή), που σημαίνει αποστάτης, εξομώτης, φυγάς.

Η πρόταση αυτή δεν είναι σωστή. Κατ' αρχάς, το τουρκικό ρήμα είναι kaçmak, όχι *katsmak. Η μετοχή είναι πράγματι kaçan, και σημαίνει «εκείνος ο οποίος το σκάει», χρησιμοποιείται όμως ως επιθετικός προσδιορισμός. Μετοχές τέτοιου τύπου χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν το αντίστοιχο των αναφορικών προτάσεων της ελληνικής γλώσσας. Η λέξη δραπέτης (ουσιαστικό) είναι τουρκιστί kaçak.

Η έννοια εξωμότης δεν είναι σωστή. Δεν ξέρω αν το ουσιαστικό kaçak είχε παλιότερα και αυτή τη σημασία - δε νομίζω, όμως. Η λέξη εξωμότης (αρνησίθρησκος) είναι στα τουρκικά mürtet, και επίσης dönek, από το ρήμα dönmek, γυρίζω, περιστρέφομαι (εξού και ντονμές, ντονέρ κτλ).

Στη Θράκη "κατσάκω" λένε τη κοπέλα που το σκάει, που κλέβεται με τον αγαπημένο της, ιδίως αν αυτός είναι αλλόθρησκος.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Η νύφη το 'σκασε :) Υπάρχει αντίστοιχη λέξη και για τους άντρες, άραγε;
 
Top