επισπεύδουσα δύναμη

nickel

Administrator
Staff member
Διάβασα (πάλι) χτες ότι η ΔΗΜΑΡ θα είναι η «επισπεύδουσα δύναμη» σε κάτι (παλιότερα ήταν η επισπεύδουσα δύναμη για τις μεταρρυθμίσεις, τώρα για την ισχυρή Κεντροαριστερά) και αναρωτήθηκα από πότε μπήκε η έκφραση στη μόδα. Και πώς θα τη μεταφράζαμε.

Είναι απόδοση του αγγλικού accelerating force; (Αυτό δεν είναι δύναμη επιτάχυνσης;)

Αποδόσεις για το επισπεύδω που ξέρω:

(επιταχύνω): accelerate, speed up, expedite (a procedure etc), precipitate (a development)
bring forward (the date for something)

Αναρωτιέμαι ωστόσο γιατί έχουμε ξεχάσει τον παλιό και βολικό όρο καταλύτης:

καταλύτης ο : 1α. (χημ.) ουσία που επιταχύνει μια χημική αντίδραση, χωρίς η ίδια να μεταβάλλεται ή να εμφανίζεται στο τελικό προϊόν. | Βιολογικοί καταλύτες, ένζυμα. [...] 2. (μτφ., για πρόσ. ή αφηρ. ουσ.) αυτός που με την παρουσία του ή με την παρέμβασή του επιταχύνει καθοριστικά μια διαδικασία: H γαλλική επανάσταση του 1789 έδρασε σαν ~ / ήταν ο ~ για τα απελευθερωτικά κινήματα της Ευρώπης.
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=καταλύτης&sin=all

Catalyst, λοιπόν.
 
Top