βεβαρυμένη εποχή;

Μπορεί μια εποχή/περίοδος να είναι βεβαρυμένη από κάτι;
Π.χ. από τον πόλεμο, από πολιτικές αναταραχές κ.ο.κ.;

βεβαρυμένος -η -ο [vevariménos] Ε3 : (λόγ.) κυρίως σε όρους και σε εκφράσεις: βεβαρυμένο παρελθόν / μητρώο, γεμάτο με ηθικά παραπτώματα, αξιόποινες πράξεις, καταδίκες. βεβαρυμένο ιστορικό, για ασθενή που η υγεία του έχει υποστεί βλάβες και στο παρελθόν. βεβαρυμένη κληρονομικότητα, όταν στους προγόνους υπάρχει κάποια ασθένεια που είναι δυνατό να μεταβιβαστεί. || βεβαρυμένο πρόγραμμα / ωράριο, φορτωμένο.
 
Back
Top