Χιονοστιβάδα;

alerosa

New member
Καλημέρα σε όλους! Κόλλησα σε μια έννοια που αναζητώ και δεν ξέρω αν υπάρχει σχετική λέξη στα ελληνικά. Η περιφραστική απόδοσή της είναι "βουναλάκι χιονιού". Αντιλαμβάνομαι πως δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη "χιονοστιβάδα", αφού αυτή ενέχει την έννοια της ολίσθησης. Απ' ό,τι καταλαβαίνω, στα ελληνικά οι χιονοστιβάδες γλιστράνε στην πλαγιά, δεν βρίσκονται στον δρόμο μας. Έτσι δεν είναι;
Μήπως υπάρχει καμία ιδέα; Υπάρχει κάποια άλλη λέξη;
 

nickel

Administrator
Staff member
Ένας όρος ευρύτερα άγνωστος (ή που χρησιμοποιείται με άλλη σημασία) είναι το ανεμοσούρι, με αρκετά διάφανη ετυμολογία. Όπως θα δεις και σ' αυτό το γλωσσάρι για ορειβάτες, είναι «Σωρός από χιόνι που σχηματίζεται από ανεμοστρόβιλους κατά τις χιονοθύελλες». Υποθέτω ότι αντιστοιχεί στο αγγλικό snowdrift.
 

alerosa

New member
Ένας όρος ευρύτερα άγνωστος (ή που χρησιμοποιείται με άλλη σημασία) είναι το ανεμοσούρι, με αρκετά διάφανη ετυμολογία. Όπως θα δεις και σ' αυτό το γλωσσάρι για ορειβάτες, είναι «Σωρός από χιόνι που σχηματίζεται από ανεμοστρόβιλους κατά τις χιονοθύελλες». Υποθέτω ότι αντιστοιχεί στο αγγλικό snowdrift.
Υιοθετήθηκε! Χιλιάδες ευχαριστώ!!!
 

nickel

Administrator
Staff member
Η σχετική εγγραφή στο ΜΗΛΝΕΓ:

ανεμοσούρι [anemosúri], το (ουσ. Οκαρδιοχτύπι).
1)
Σφοδρός άνεμος που μεταφέρει χιόνι
Χρήσεις
Χιόνιζε ακόμα, όταν βγήκαμε έξω, και τα ανεμοσούρια παρέσερναν καθετί
Απαιτείται συνεχής εκχιονισμός των δρόμων διότι με την αδιάκοπη χιονόπτωση και τα ανεμοσούρια ξαναγεμίζουν χιόνι

2)
Το χιόνι που συσσωρεύεται κάπου λόγω του ανέμου
Χρήσεις
Λόγω των αέρηδων δεξιά και αριστερά του δρόμου σχηματίζονταν ανεμοσούρια με μήκος μισό μέτρο
 

nickel

Administrator
Staff member
Κοίτα πού με έστειλες τώρα...

 
Top