Η θεράπουσα (;) ιατρός

leporelo

New member
Μήπως γνωρίζει κανείς αν η έκφραση "η θεράπουσα ιατρός" είναι δόκιμη;
Στην πράξη χρησιμοποιείται αλλά δεν έχω μπορέσει να βρω κάποιο σχετικό έγκυρο τεκμήριο...
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Καλωσόρισες.

Τι εννοείς «δόκιμη»; Στα σχετικά ευρήματα της γκουγκλοαναζήτησης (δες εδώ) υπάρχει μέχρι και σε ΦΕΚ και σε απόφαση του Αρείου Πάγου.
 

leporelo

New member
Ευχαριστώ.

Μάλλον δεν εκφράστηκα με ακρίβεια. Το ερώτημά μου είναι αν το θηλυκό του "ο θεράπων" είναι "η θεράπουσα".
Επ' αυτού δεν έχω βρει κάτι συγκεκριμένο σε λεξικό ή στο διαδίκτυο.

Μόνο ο Δημητράκος δίνει ως θηλυκό το "θεράπαινα" αλλά το "θεράπουσα" δεν αναφέρεται.
 

nickel

Administrator
Staff member
Η γνώμη του Σαραντάκου:

* (Το πιο σημαντικό, που ο Οδηγός ελάχιστα το θίγει): Να καταρτίσει ένα «λεξικό» με όλους τους θηλυκούς τύπους των επαγγελματικών ονομάτων, το οποίο να χρησιμεύει σαν τυφλοσούρτης στη δημόσια διοίκηση. Ακούγεται περιττό αλλά δεν είναι, όπως φάνηκε πιο πάνω με το παράδειγμα του θηλυκού του τύπου «ο θεράπων ιατρός». Γκουγκλίζοντας θα δείτε και το ερμαφρόδιτο «η θεράπων ιατρός», που απορρίπτεται διαρρήδην διότι είναι σαν να λέμε «η καλός μαθητής», και το «η θεράπαινα ιατρός» που δεν μου φαίνεται σωστό (αν και θέλει ανάλυση). Όσο κι αν ξενίζει, εγώ θα πρότεινα το «η θεράπουσα ιατρός». Και βέβαια υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις όπου ο θηλυκός τύπος πολλαπλολεκτείται (για να φτιάξω μια λέξη), οπότε έργο της ομάδας θα είναι να προτείνει λύσεις, ότι θηλυκό του σκηνοθέτη είναι η σκηνοθέτρια, του διαιτητή η διαιτήτρια, του ελεγκτή η ελέγκτρια και του αναπληρωτή διοικητή η αναπληρώτρια διοικήτρια.

https://sarantakos.wordpress.com/2015/12/16/sexistlang/
 

nickel

Administrator
Staff member
Το λεξικό της Ακαδημίας, αν και δέχεται το θεράποντας μαζί με το θεράπων και αναφέρει σαν θηλυκά του ουσιαστικού τη θεράπαινα και τη θεραπαινίδα, δεν καταγράφει φράση «θεράπαινα ιατρός» ή «θεράπουσα ιατρός».
 

nickel

Administrator
Staff member
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θεράπουσα αποτελεί λανθασμένη αλλά αποδεκτή δημιουργία θηλυκής μετοχής, ίσως από άγνοια της ύπαρξης της θεράπαινας αλλά ίσως και για να φύγει από τη σημασία του θεραπεύω = υπηρετώ και να παρακολουθήσει μια αυτονόμηση με τη σημασία θεραπεύω = κουράρω, γιατρεύω.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Το ΛΚΝ δίνει πάντως ότι κλίνεται κατά το πρότυπο Ε12 (τρέχων, τρέχουσα, τρέχον).
 

nickel

Administrator
Staff member
Το ΛΚΝ δίνει πάντως ότι κλίνεται κατά το πρότυπο Ε12 (τρέχων, τρέχουσα, τρέχον).

Αμφιλεγόμενο. Αν ήθελε να υιοθετήσει το «θεράπουσα», θα έπρεπε να το αναφέρει σαφώς σε κάποιο από τα τρία σχετικά λήμματα. Έτσι που είναι τώρα, μπορεί απλώς να δείχνει πώς κλίνεται το αρσενικό επίθετο.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Πάντως ούτε το «θεράπαινα» δίνει. (Πώς προκύπτει το θεράπαινα; Ποιοι γενικοί τύποι δίνουν θηλυκό σε -αινα; Ο τάλας, π.χ., η τάλαινα. Άλλα παρόμοια; )
 
Εβαλε πιο πάνω ο Νίκελ τη θέση μου -νομίζω πως το 'θεράπαινα' δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο/μετοχή.
 

daeman

Administrator
Staff member
Βρήκα το εξής:

"θεράπαινα, λέαινα, σύαινα, ύαινα, έκ τῶν θεράπων, λέων, σῦς, ὗς"

https://books.google.gr/books?id=dN...A8IQ6AEIJTAC#v=onepage&q=θεράπων λέων&f=false

+ γάγγραινα, τα θαλασσινά τρίαινα, ζύγαινα, σκόρπαινα, μύραινα, δράκαινα (το ψάρι και ο θηλυκός δράκος και η Καλίσι βοήθειά μας), η λύκαινα και αρκετά άλλα λαϊκότροπα θηλυκά:

-αινα [ena] : επίθημα για το σχηματισμό: 1. (λαϊκότρ.) του θηλυκού από αρσενικά ουσιαστικά που σημαίνουν επάγγελμα· (βλ. -άς[SUP]1[/SUP])· δηλώνει τη γυναίκα κάποιου που χαρακτηρίζεται από το επάγγελμα που ασκεί αυτός ή τη γυναίκα που ασκεί η ίδια αυτό το επάγγελμα· (πρβ. -ού[SUP]1[/SUP], -ίνα, -ισσα): (ψωμάς) ψωμάδαινα. 2. του θηλυκού ενός ζώου· (πρβ. -ίνα): (δράκος) δράκαινα, (λέων) λέαινα.
[αρχ. επίθημα θηλ. ουσ. -αινα με βάση αρσ. σε -ων: αρχ. λέ-αινα (< λέ-ων), θεράπ-αινα `υπηρέτρια΄ (<θεράπ-ων), Λάκ-αινα (< Λάκ-ων) με επέκτ. και σε άλλα ον.: αρχ. θέ-αινα (< θε-ός), λύκ-αινα (< λύκ-ος)]



Αλλά και τα ανδρώνυμα:

-αινα [ena] andronym suff. 'wife of so-and-so', w. given names or surnames or occupational designations, e.g. Γιώργαινα (Γιώργης): Δημήτραινα (Δημήτρης), Δημητριάδαινα (Δημητριάδης), Iωαννίδαινα (Iωαννίδης), Mαυρομιχάλαινα (Mαυρομιχάλης), γιάτραινα (γιατρός), ξενοδόχαινα (ξενοδόχος), χασάπαινα (χασάπης) etc
[fr MG -αινα ← K; cf AG -αινα in γείταινα (γείτων), δράκαινα (δράκων), λέαινα (λέων), Λάκαινα (Λάκων) etc, hence generalized, e.g. λύκαινα (λύκος) etc]

Όπως εκείνα τα κουμπιά της Αλέξαινας.


Συγκεντρώνω τα σχετικά από την Πύλη (ΛΚΝ, Κριαρά, Γεωργακά):

αγάδαινα
Αλέξαινα
Αλωνίσταινα
Ανδρίτσαινα
αρύταινα
βιλλάναινα (χωριάτισσα)
γάγγραινα
δούκαινα
δράκαινα
ζύγαινα
κοντοστάβλαινα
κούνταινα (κοντέσα)
λέαινα
λήστραινα
λύκαινα
μπουργέζαινα (αστή)
μύραινα
όζαινα
παίδαινα
σκόρπαινα
τρίαινα
ύαινα
φαγέδαινα
φλύκταινα
ψωροκώσταινα

Και η φάλαινα και η λόρδαινα για να κάνει παρέα με την κούνταινα και τη δούκαινα.
 

leporelo

New member
Αν μπορεί το "θεράπων" γιατί δεν μπορεί το "θεράπαινα"; Δεν βλέπω άλλο λόγο πέραν της συνήθειας, που δεν είναι κατανάγκην επαρκής.
 
Πάντως ούτε το «θεράπαινα» δίνει. (Πώς προκύπτει το θεράπαινα; Ποιοι γενικοί τύποι δίνουν θηλυκό σε -αινα; Ο τάλας, π.χ., η τάλαινα. Άλλα παρόμοια; )
Ο μέλας, η μέλαινα. Αλλά υπάρχουν και μη παρόμοια, όπως ο λέων, η λέαινα. Κατά το ΛΚΝ:
-αινα [ena] : επίθημα για το σχηματισμό: 1. (λαϊκότρ.) του θηλυκού από αρσενικά ουσιαστικά που σημαίνουν επάγγελμα· (βλ. -άς [SUP]1[/SUP])· δηλώνει τη γυναίκα κάποιου που χαρακτηρίζεται από το επάγγελμα που ασκεί αυτός ή τη γυναίκα που ασκεί η ίδια αυτό το επάγγελμα· (πρβ. -ού [SUP]1[/SUP], -ίνα, -ισσα): (ψωμάς) ψωμάδαινα. 2. του θηλυκού ενός ζώου· (πρβ. -ίνα): (δράκος) δράκαινα, (λέων) λέαινα.
[αρχ. επίθημα θηλ. ουσ. -αινα με βάση αρσ. σε -ων: αρχ. λέ-αινα (< λέ-ων), θεράπ-αινα `υπηρέτρια΄ (< θεράπ-ων), Λάκ-αινα (< Λάκ-ων) με επέκτ. και σε άλλα ον.: αρχ. θέ-αινα (< θε-ός), λύκ-αινα (< λύκ-ος)]

Ας συνοψίσω και πείτε μου αν κάνω λάθος. Στα αρχαία το θεράπων είναι ουσιαστικό, όχι επίθετο ούτε βέβαια μετοχή (δεν υπάρχει ρήμα *θεράπω!). Το αντίστοιχο θηλυκό ουσιαστικό είναι θεράπαινα, από το οποίο παράγεται με υποκορισμό η θεραπαινίς. Στη νεότερη εποχή χρησιμοποιήθηκε σαν μεταφραστικό δάνειο το θεράπων επιθετοποιημένο για να προσδιορίσει τον ιατρόν. Όντας δυσκοίλιο από γεννησιμιού του, δεν πέτυχε αυτόνομη ύπαρξη και επιβίωσε μόνο στην παγιωμένη σύναψη θεράπων ιατρός. Και όσο μεν το θηλυκό του ιατρός ήταν μάγισσα, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Όταν όμως οι γυναίκες άρχισαν να γίνονται γιατροί γιάτραινες γιατρέσσες γιατρίνες γιατρ*, δεν έφτανε που δεν βρίσκαμε θηλυκό του γιατρός, θέλουμε θηλυκό για το θεράπων.

Ε, αυτό μου φαίνεται κατά το ήμισυ μαξιμαλιστικό και κατά το ήμισυ μινιμαλιστικό. Προσέξτε ότι, στις παραπομπές του Δόκτορα (με ΦΕΚ και Άρειο Πάγο), η θεράπουσα συνοδεύει το ιατρός, όχι το γιατρός, και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το ίδιο θα συμβαίνει και με τις θεράπαινες. Τη γνώμη μου την καταλάβατε: το θεράπων ιατρός είναι απολίθωμα, και στα απολιθώματα δεν φοράμε σκουλαρίκια ούτε μάσκαρα. Ο θεράπων ιατρός δεν έχει θηλυκό τύπο του θεράπων επειδή αδυνατεί να έχει θηλυκό τύπο του ιατρός. Οπότε είτε χρησιμοποιούμε το απολίθωμα ως έχει (π.χ. της θεράποντος ιατρού), είτε ενηλικιωνόμαστε γλωσσικά, βρίσκουμε και καθιερώνουμε θηλυκό του γιατρός, και μετά οι γιατροί και οι, π.χ., γιατρίνες μάς λένε τι νομίζουν για τον θεράποντα και τη θεράπαινα ή θεράπουσα, και βλέπουμε. Συγγνώμη, ξέχασα και μιαν άλλη λύση: μπούρκα και συμπαρομαρτούντα.
 

daeman

Administrator
Staff member
...Και όσο μεν το θηλυκό του ιατρός ήταν μάγισσα, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Όταν όμως οι γυναίκες άρχισαν να γίνονται γιατροί γιάτραινες γιατρέσσες γιατρίνες γιατρ*, δεν έφτανε που δεν βρίσκαμε θηλυκό του γιατρός, θέλουμε θηλυκό για το θεράπων.
...
Θεραπαινίς, θεράπαινα, κοντοθεραπογιάτραινα,
να μην πας για λάχανα, θα μας φέρεις βάσανα,
να μην πας για λαχανίδες, θα σου κόψουν τις κοτσίδες,
να μην πας και για πουρνάρια, θα σου κόψουν τα ποδάρια,
να μην πας και στις γιατρέσσες, θα σου βάλουνε κομπρέσες,
να μην πας και στις γιατρίνες, θα σου κάνουνε βατσίνες,
να μην πας και στις γιατρούς, μη σε κάνουν σαν αυτούς.

:whistle:
Να σας το τραγουδήσω κιόλας;

Γιάνναινα, Γιαννάκαινα, κοντο-Γιαννακάκαινα,
να μην πας για λάχανα, θα μας φέρεις βάσανα,
να μην πας για λαχανίδες, θα σου κόψουν τις κοτσίδες,
να μην πας και για πουρνάρια, θα σου κόψουν τα ποδάρια.

...
 

nickel

Administrator
Staff member
φάλαινα

Να που μας παρακολουθούν παντού και τα φαλλικά σύμβολα. Από τον φαλλό (λόγω σχήματος), ίσως με μεσολάβηση τύπου φάλλων. Και γι' αυτό ο Μπαμπινιώτης προτείνει να ξεχάσουμε την ελληνιστική φάλαινα και να επιμείνουμε στη φαλλική φάλλαινα.
 
Top