Ετυμολογία της λέξης «κοψοχρονιά»

lio

New member
Γεια σας,

Προσπαθώ να ανακαλύψω την ετυμολογία της λέξης «κοψοχρονιά», αλλά μέχρι στιγμής χωρίς οποιαδήποτε επιτυχία.

Το λεξικό του Μπαμπινιώτη, που μέχρι τώρα νόμιζα πως τα περιείχε όλα, με απογοήτευσε. Και από όσο γνωρίζω, περιέχει πολλές καθημερινές λέξεις και εκφράσεις καθώς και τη λεγόμενη αργκό.

Μήπως μπορεί κάποιος να με βοηθήσει;

Φιλικά,

Λεωνίδας
 

Zazula

Administrator
Staff member
Την κοψοχρονιά την έχει και το ΛΝΕΓ (όπως και το ΛΣΓ) — ετυμολογία (υποθέτω) εννοεί ο Λεωνίδας ότι δεν δίνει.

Προσωπικά κάνω τον ακόλουθο συλλογισμό:

1. Η κοψοχρονιά δεν υπάρχει στο Πρωίας (ούτε στο βασικό τού 1933, ούτε στο συμπλήρωμα του 1977), ούτε στον 15τομο Δημητράκο, ούτε στον Θησαυρό τού Γιοβάνη, ούτε στο ΝΕΛ τού Κριαρά (που έχει κατά τ' άλλα πολλές λαϊκότροπες λέξεις), ούτε στο Αντιλεξικό τού Βοσταντζόγλου.

2. Τα παλιά λεξικά λημματογραφούν παραγωγικό πρόθημα καψο- δημ. ως πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων προς έκφραση σχετλιασμού: καψογιάννης, καψομαριά, καψοδάσκαλος, καψοκοιμούμαι, καψοτρώω, καψοπερνώ. Και το Αντιλεξικό λημματογραφεί τα καψοζώ και καψοπερνώ στο 1209 [ΕΝΔΕΗΣ ΒΙΟΣ] ως συνώνυμα των φυτοζωώ, κουτσοζώ, κουτσοπερνώ, ψευτοζώ και ψευτοπερνώ .

3. Υποθέτω λοιπόν ότι η αρχική μορφή τής λέξης ήταν καψοχρονιά (πιθανότατα από το παράπονο αυτού που αναγκάστηκε να "σκοτώσει" κάτι, δίνοντάς το καψοχρονιά) και στη συνέχεια είχαμε τροπή α->ο (κοψοχρονιά), ίσως και από παρετυμολογική επίδραση του κόβω.
 
Ζαζ, ευφυέστατο. Αλλά μεταθέτει απλώς το βασικό πρόβλημα, που είναι θαρρώ το δυσεξήγητο της "χρονιάς". Επιπλέον, δεν υπάρχει πουθενά καταγραμμένος ο τύπος "καψοχρονιά". Οπότε, δυσπιστούμε και επιστρέφουμε στο κόβω.

Πράγματι, δεν την έχουν τα λεξικά τη λέξη, όμως την έχει ο Βλαστός στα Συνώνυμα και συγγενικά, έκδοση 1931 (λέει το google books). Στο ίδιο google books βρίσκω τη λέξη σε αργκοτικό λεξικό του Παπαζαχαρίου, με την εξήγηση ότι όταν κόβεται, διακόπτεται αιφνίδια μια συμφωνία εμπόρου-παραγωγού στη μέση του χρόνου (π.χ. επειδή ο έμπορος φαλίρισε, λέω εγώ) ο παραγωγός αναγκάζεται να δώσει το προϊόν του μισοτιμής. Αυτό εγώ το βρίσκω πειστικό.

Παρέμπ, σε παλιά χρονογραφήματα/διηγήματα (του μεσοπολέμου) βρήκα το "κοψόχρονος" σαν προσφώνηση μάνας προς άταχτο παιδί (σαν το αχρόνιαστο που μ' έλεγε η γιαγιά μου; ). Παλιότερη εμφάνιση του "κοψοχρονιά" σε κείμενο, πέρα από τον Βλαστό, το βρήκα σε χρονογράφημα του Ψαθά (Θέμις έχει κέφια) δημοσιευμένο επί κατοχής.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
κοψόχρονος· δες θνητός, περαστικός γράφει ο Βλαστός (τον έχω χάρτινο :)).

Επίσης, το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (δ. σύντ. Π.Ε. Γιαννακόπουλος, εκδ. Πελεκάνος, χ.χ.) δίνει:
κοψοχρονιά η (ουσ): έκφραση που χρησιμοποιείται συχνά στο εμπόριο για να δηλώσει την πολύ φτηνή τιμη πώλησης των προϊόντων.
{Ε} Ουσ. παράγ. {Κ} < κοψοχρονιά < κοψόχρονος

και
κοψόχρονος, -η, -ο (επίθ): ο λιγόχρονος.
{Ε} Επίθ. (ΝΕ-Δ) <κόψη+χρόνος
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ζαζ, ευφυέστατο. Αλλά μεταθέτει απλώς το βασικό πρόβλημα, που είναι θαρρώ το δυσεξήγητο της "χρονιάς". Επιπλέον, δεν υπάρχει πουθενά καταγραμμένος ο τύπος "καψοχρονιά". Οπότε, δυσπιστούμε και επιστρέφουμε στο κόβω.

Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (δ. σύντ. Π.Ε. Γιαννακόπουλος, εκδ. Πελεκάνος, χ.χ.) δίνει:
κοψοχρονιά η (ουσ): έκφραση που χρησιμοποιείται συχνά στο εμπόριο για να δηλώσει την πολύ φτηνή τιμη πώλησης των προϊόντων.
{Ε} Ουσ. παράγ. {Κ} < κοψοχρονιά < κοψόχρονος
και
κοψόχρονος, -η, -ο (επίθ): ο λιγόχρονος.
{Ε} Επίθ. (ΝΕ-Δ) <κόψη+χρόνος
Εφόσον το έτυμον της κοψοχρονιάς είναι ο κοψόχρονος, και κοψόχρονος σημαίνει λιγόχρονος, σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσα παραπάνω πάει ταμάμ το πρόθημα καψο- οπότε να είναι αρχικά καψόχρονος. Το γκουγκλ λέει ότι υπάρχει εδώ (1908), αλλά δεν μπορώ να το δω: http://books.google.com/books?id=Bm8TAAAAYAAJ&dq=καψόχρονο.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ή πάλι, επειδή βλέπω ότι όλα αυτά τα καψο- που παραθέτεις Ζαζ δεν χρησιμοποιούνται πια (από πότε άραγε); μπορεί πρώτα να αποδόθηκε η έννοια του *καψόχρονου στον κοψόχρονο (που υπήρχε με άλλη σημασία, βλ. Βλαστό και διηγήματα Μεσοπολέμου) και σιγά-σιγά να πήρε τη δική της ζωή, να δημιούργησε την κοψοχρονιά, και στο δρόμο να επιβίωσε και από την εξαφάνιση και του κοψόχρονου (μια επικολυρική περιγραφή άγνωστων γλωσσικών διαδικασιών). :)
 

lio

New member
Πω - πω ! Σας ευχαριστώ όλους πολύ! :)

Τόση πληροφόρηση! Είστε η ζωντανή απόδειξη πως ο Μπαμπινιώτης είχε λάθους συνεργάτες στη συγγραφή του λεξικού του!
 

Zazula

Administrator
Staff member
Το σκεφτόμουν πάλι το θέμα τής ετυμολόγησης της λ. κοψοχρονιά (μια από τις περιπτώσεις όπου με απογοήτευσε το ΕΛΝΕΓ, καθότι δεν τη λημματογραφεί) και θυμήθηκα πως το πρόθημα κοψο- εναλλάσσεται στην ελληνική γλώσσα με το κουτσο- κι έτσι έχουμε παράλληλους τύπους όπως λ.χ. κουτσοχέρης / κοψοχέρης, κουτσονούρης / κοψονούρης, κοψομύτης / κουτσομύτης, κοψοπόδης / κουτσοπόδης κ.ά. Ας δούμε λοιπόν τι λένε τα λεξικά για το κουτσο-:
  • [Πρωίας] πρώτον συνθετικόν και άλλων λέξεων της δημοτικής γλώσσης, παρεκτός των ενταύθα παρατιθεμένων, εχουσών την έννοιαν ότι το διά του β' συνθετ. δηλούμενον είναι κολοβωμένον, ελλιπές ή πενιχρόν: (κουτσοδάχτυλος, κουτσοτράπεζο, κουτσομάγαζο), ή ότι γίνεται μετά δυσκολίας ή ανεπαρκώς (κουτσοζώ, κουτσοπερνώ, κουτσοδιαβάζω κλπ).
  • [ΝΕΛ] α' συνθ. (σε ουσ., επίθ. και ρ.) που σημαίνει πως αυτό που δηλώνει το β' συνθ. α) είναι κομμένο: κουτσομύτικος, κουτσοχέρης· β) είναι λειψό, μειωμένο, ανεπαρκές, άρα μικρό ή λιγοστό: κουτσογράμματα, κουτσοδουλειά, κουτσοχώρι· η λ. συχνά με μειωτική σημασία· γ) (για ρ.) γίνεται δύσκολα, αργά ή με μέτρια αποτελέσματα: κουτσοπερνώ, κουτσοπίνω, κουτσοκαταφέρνω. [κοψο-]
Η λέξη κουτσός ήταν κοξός κι απλώς έτυχε να συμπέσει φωνητικά με το κουτσο- το οποίο προέρχεται (όπως σημειώνει παραπάνω ο Κριαράς αλλά και το ΕΛΝΕΓ) από το κοψο- που προκύπτει από το κόβω. Επομένως οι ορισμοί που παρέθεσα παραπάνω για το κουτσο- καλύπτουν και το κοψο- (το επισημαίνω και το τονίζω για δύο λόγους: αφενός μεν διότι το ΛΝΕΓ δεν λημματογραφεί το κοψο- και στην κοψοχρονιά δεν έχουμε δα και καμία προφανή ετυμολόγηση όπως π.χ. στο κοψοχολιάζω < κόβω + χολή, αφετέρου δε επειδή ο ορισμός τού ΛΚΝ συνδέει το κοψο- αποκλειστικά με ακρωτηριασμό ή καταπόνηση, οπότε δεν επεξηγείται αποτελεσματικά ο σχηματισμός τής λ. κοψοχρονιά). Με τον διευρυμένο ορισμό, όμως, των Πρωίας και ΝΕΛ και την ταύτιση κοψο- και κουτσο- (παρότι δεν φαίνεται να υπήρξε ποτέ λ. κουτσοχρονιά) καθίσταται —ελπίζω— σαφής ο μηχανισμός βάσει του οποίου δημιουργήθηκε η λ. κοψοχρονιά.
 
Με όλο το σεβασμό, η εξήγηση αυτή μου φαίνεται αφενός αστήρικτη και αφετέρου περιττή. Αστήρικτη επειδή υποθέτει κι άλλους αμάρτυρους τύπους και μια προβληματική ταύτιση (κουτσο-κοψο) που κάθε άλλο παρά γενικευμένη είναι και που χρονικά είναι παλαιότερης εποχής, ενώ η κοψοχρονιά σαν λέξη πρέπει να είναι των αρχών του 20ού αιώνα. Περιττή, επειδή το δυσεξήγητο στοιχειο δεν είναι το "κοψο" αλλά μάλλον το "χρονιά".

Φοβάμαι πως η ατελής εξήγηση του Παπαζαχαρίου παραμένει η πειστικότερη που έχω δει.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Δεν υπάρχει πρόβλημα, σκέψεις κάνουμε. :)

Το ότι το κουτσο- προέρχεται από το κοψο- κι όχι από το κουτσός ήταν για μένα μια αποκάλυψη (οι αδαείς όπως εγώ εντυπωσιάζονται εύκολα :p), που σκέφτηκα πως άξιζε να τη μοιραστώ. (Σπεύδω να σημειώσω, ωστόσο, ότι η ετυμολόγηση της λ. κουτσός από το coxus δεν βρίσκει σύμφωνο το ΛΚΝ.)
 
Top