Zazula

Administrator
Staff member
μπλοκαδούρα, η
.
1. <αυτοκίνητο> το διαφορικό περιορισμένης ολίσθησης, άλλως «μπλοκέ διαφορικό»· χρήσιμος ζαργκονικός όρος καθότι μονόλεκτος (αντί του προαναφερθέντος —και εναλλακτού του— διλέκτου) Όταν ρώτησα τον τεχνικό διευθυντή της ελληνικής αντιπροσωπείας πώς θα περνά αυτή η δύναμη στο δρόμο, η απάντηση είχε καθησυχαστικό ύφος: «Μπλοκαδούρα, Νικολάκη. Μπλοκαδούρα.» ǁ Και, για να σας προλάβω, δεν μιλάω για μπλοκαδούρα σε πισωκούνα δρόμου. ǁ Ακολουθεί εξατάχυτο, χειροκίνητο κιβώτιο της Getrag και μπλοκαδούρα Quaife, και ορίστε το 0-100 km/h κάτω από έξι δεύτερα και το 0-160 km/h μεταξύ 12-13". ǁ <μοντελισμός> (συνεκδ.) το μπλοκέ διαφορικό των τηλεκατευθυνόμενων αυτοκινήτων Αν δεν παίζει μπλοκαδούρα στον πάγο, βράσ' τα... ΕΤΥΜ. μπλοκέ "γαλλογενής ελληνικός όρος επηρεασμένος από το bloquant και πιθανόν και από τα ιταλ. bloccabili / bloccante" + -αδούρα
.
2. <εκτυπώσεις> η συγκεκριμένη μετεκτυπωτική εργασία (κόλλημα και/ή καρφίτσα) κατά την οποία παράγεται ένα μπλοκ για χρήσεις όπως δελτία παραγγελίας, τιμολόγια κττ. Πρέπει να λάβεις υπόψη και τις μετεκτυπωτικές εργασίες όπως περφορέ, σύνθεση, αρίθμηση, μπλοκαδούρα — οι οποίες φυσικά είναι χρεώσιμες όμως ένας τυπογράφος ίσως να μην σου τα πει, εσύ να δώσεις προσφορά, και να μπεις έτσι μέσα οικονομικά. ǁ (ειδικότ.) ο εξοπλισμός που χρησιμοποιείται για τη συγκεκριμένη μετεκτυπωτική εργασία (κόλλημα και/ή καρφίτσα) παραγωγής μπλοκ Πωλείται καρφίτσα ποδιού όρθια για μπλοκαδούρα ǁ Πωλείται συρραπτικό σύρματος όρθιο μεγάλο για μπλοκαδούρα και τετράδια. ǁ (ελλειπτ.) οτιδήποτε προορίζεται για παραγωγή μπλοκ Τράβηξα 25.000 φύλλα μπλοκαδούρα χημικό εψές. ǁ (συνεκδ.) το συνολικό έργο παραγωγής μπλοκ, το οποίο περιλαμβάνει όλες τις σχετικές μετεκτυπωτικές εργασίες, κι ενίοτε και τις εκτυπωτικές Έχω μια απορία σχετικά με το κόστος: Αν πρόκειται να το τυπώσεις για δική σου χρήση τότε μου φαίνεται πως θα κάνεις πολύ περισσότερη ώρα να κάνεις την μπλοκαδούρα (περφορέ, καρφίτσες κ.λπ.), παρά να δώσεις 15€ να αγοράσεις 5 μπλοκ. ǁ (κατ' επέκτ.) κάθε μπελαλίδικη και/ή κακοπληρωμένη και/ή αποφευκτέα και/ή υποτιμητική σε βαθμό περασμένα-μεγαλεία-και-διηγώντας-τα-να-κλαις τυπογραφική εργασία Άσε, φίλε, πέθανε το μαγαζί· μόνο καμιά μπλοκαδούρα αν μας πέσει — και αν· τι να σου λέω, πίκρα μαύρη! ΕΤΥΜ. μπλοκ "αγγλ. block" + -αδούρα

ΥΓ Για το παραγωγικό τέρμα -αδούρα βλ. κ. φλαταδούρα.
 
Top