δράττοντας

nickel

Administrator
Staff member
Βλέπω, για δεύτερη τουλάχιστον φορά, να αναρωτιούνται κάποιοι για τον τύπο δράττοντας, επειδή ξέρουμε το λόγιο αποθετικό δράττομαι (δράττομαι της ευκαιρίας) και το λαϊκό αδράχνω (άδραξε την ημέρα), γι' αυτό αξίζει να δει κανείς την αναλυτική παρουσίαση του ενεργητικού δράττω στο ΜΗΛΝΕΓ. Το λήμμα δράττω δεν υπάρχει σε άλλα λεξικά της Νεοελληνικής (υπάρχει δράσσω και δράττω στου Κριαρά.) Μπορείτε πάντα να βρείτε και παραδείγματα στο διαδίκτυο αναζητώντας συγκεκριμένους τύπους. Παραλείπω το τμήμα του λήμματος που αφορά το δράττομαι.

δράττω [ðráto]
[ΕΝΣΤ (μτχ. δράττοντας, <λόγ.> δράττων, -ουσα, -ον), ΠΡΤ έδραττα και <λόγ.> έδραττον,... -ομεν, -ετε, -ον, ΑΟΡ έδραξα (απρμ. δράξει· μτχ. <λόγ.> δράξας, -ασα, -αν), ΜΠΘ ΕΝΣΤ δράττομαι (μτχ. δραττόμενος, -η, -ο), ΜΠΘ ΠΡΤ δραττόμουν (γ΄ πληθ. δράττονταν) και <λόγ.> εδραττόμην, -ου, -ετο ,-όμεθα, -εσθε, -οντο, ΜΠΘ ΑΟΡ δράχτηκα/ -χθηκα και <λόγ.> εδράχθην (γ΄ εν.) -η, (γ΄ πληθ.) -ησαν (απρμ. δραχτεί/ -χθεί· μτχ. <λόγ.> δραχθείς, -είσα, -έν)]
(το ρ. έχει στενή ετυμολογική συγγένεια με το ρ. «αδράχνω-δράχνω». Εντάσσουμε τον αόρ. «έδραξα» και στα δύο ρήματα, δεδομένου ότι μορφολογικά και σημασιολογικά ανήκει και στο «δράχνω» και στο «δράττω». Τα δύο ρήματα όμως είναι σκόπιμο να παραμείνουν χωριστά λόγω των σημαντικών διαφορών που έχουν στη σημασία, στη σύνταξη και στο ύφος)
I.
( στη μπθ.φ.)
[…]
II.
( στην ενεργ.φ.) (πρέπει να προσέξουμε τη χρήση του ενεργ. ρ. και ιδιαίτερα τη σχέση του με το ρ. «αδράχνω»)
Α.
(αντί του αποθ. «δράττομαι»)
Δράττω την ευκαιρία
δράττομαι της ευκαιρίας (βλ. σημ. IΑ1)
Δράττει την ευκαιρία τώρα που όλοι οι συντελεστές πρόκειται να λείψουν για να παρουσιάσει την εκπομπή της
Β.
ΜΤΒ (+αιτ.)
Παίρνω, κατορθώνω να αποκτώ, να κερδίζω
Βρήκαν την ευκαιρία να δράξουν ακόμη περισσότερη δύναμη βλάπτοντας τον τόπο
Με το πινέλο της κατορθώνει να δράττει την πεμπτουσία του φωτός στη φύση
Γ.
ΜΤΒ (+αιτ.)
Αποκτώ κέρδη
Αν και η χώρα δεν υπέγραψε τη συμφωνία για προστασία των ιχθυοπληθυσμών από παράνομη αλιεία, δράττει όμως τα οφέλη της διατήρησης των ιχθυοπληθυσμών
Δ.
Δράττω λίγο από τον χρόνο
παίρνω, κλέβω λίγο από τον χρόνο
Δράττοντας λίγο από το χρόνο σας θα ήθελα να αφιερώσω μερικές γραμμές στον σημαντικό αυτόν ποιητή της χώρας
Ε.
Δράττω άνθη
αρπάζω, κόβω άνθη
Η κοπέλα έπαιζε και έδραττε άνθη
ΣΤ.
ΜΤΒ (+αιτ. και πρόθ. από {+αιτ.})
Αρπάζω με τα χέρια μου κτ
Έδραξαν τα όπλα εναντίον των εχθρών της πατρίδας
«Γκρεμίσου από δω, Τουρκόσπορε, Τουρκόγυφτε! Και τον έδραξε από τον ώμο και τον ετίναζε προσπαθώντας να τόνε ρίξει όξω»
(Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Κατάδικος, μτφρ. επιμ. Σπύρος Κοκκίνης, Εστία)
Ζ.
ΜΤΒ (+αιτ.)
Συλλαμβάνω το νόημα
Οι Κλέφτες κατά την τουρκοκρατία δεν είχαν δράξει την υψηλή έννοια της ελεύθερης πατρίδας
[ΕΤΥΜ^ < αρχ. δράττομαι].
 
Top