Σκάει ο τζίτζικας

Κάτι ψάχνω να γράψω και συνειδητοποίησα ότι ή έχουμε ελάχιστες εκφράσεις για την πολλή ζέστη ή εγώ δεν τις βρίσκω. Έχουμε τα κυνικά καύματα (που έχουν πολύ ψωμί και θα γράψω γι' αυτά, γιατί μπλέκει μέσα ο Σείριος), και στη νεότερη γλώσσα έχουμε το "σκάει ο τζίτζικας", το "βράζει ο τόπος", το "βγάλαμε τη μπέμπελη", το παλιό "ψήνει ο ήλιος το ψωμί", έχουμε και διάφορα δημοσιογραφικά κλισέ για υδράργυρο, καμίνι, καύσωνα κτλ.

Αλλο τίποτε;
 

daeman

Administrator
Staff member
Κάψα, λιοπύρι, σκάει ο ήλιος την πέτρα, ζεματάει η άσφαλτος, λίβας φυσάει, λιβακώθ'κα εδώ στον κάμπο...
 
Και "είναι φωτιά και λαύρα", αν κι αυτό χρησιμοποιείται επίσης για την ακρίβεια της αγοράς και την οργή κάποιου.
 

nickel

Administrator
Staff member
Καψώσαμε πάλι. Καβουρντιστήκαμε. Μπορεί να σφίξανε οι ζέστες, αλλά νερούλιασε το μυαλό μας. Μπορείτε να φτιάξετε καλύτερα ένα νήμα για πολικές αρκούδες, πιγκουίνους, παγωτά, κρύα καρπούζια και το λαχταριστό ποτήρι του φραπέ; ΟΚ, θα φτιάξω νήμα για τον φραπέ.

 
Η πύρα του καλοκαιριού, επίσης, και ο ήλιος πυρρός του Καββαδία.
(Το ξέρω ότι δεν βοηθάω, αλλά θα έσκαγα αν δεν το έλεγα.)
 
Πα να πει σκάω από τη ζέστη και γενικότερα νιώθω δυσφορία.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Θυμάμαι καλά απ' τον Καζαντζάκη το "αγκουσεμένος" με την έννοια "ξαναμμένος";
 
Εγώ το καταλαβαίνω με την έννοια βαρύς, σκασμένος, μπαϊλντισμένος, όχι τόσο ξαναμμένος.
Η Ματζέντα το δίνει ξέπνοος, λαχανιασμένος, ενώ ο Γεωργακάς distressed.

Να τι λέει και η Πύλη.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Ναι, μπορεί να εννοούσε "λαχανιασμένος" και ο Καζαντζάκης, αλλά εγώ τότε είχε καταλάβει απ' τα συμφραζόμενα "ξαναμμένος". Δεν είχα κοιτάξει λεξικό.
 

blackadder

New member
Μιας και το' φερε η κουβέντα, ο Ρώτας είχε αποδώσει το anguish ως αγκούσα (στο βασιλά Ληρ, νομίζω) με την έννοια της στενοχώριας. Είναι συγγενείς αυτές οι δυο λέξεις;

(Είμαι λίγο off-topic; )
 

nickel

Administrator
Staff member
Μιας και το' φερε η κουβέντα, ο Ρώτας είχε αποδώσει το anguish ως αγκούσα (στο βασιλά Ληρ, νομίζω) με την έννοια της στενοχώριας. Είναι συγγενείς αυτές οι δυο λέξεις;
Για την αγκούσα «δύσπνοια» συμφωνούν ΛΚΝ και (Ε)ΛΝΕΓ ότι προέρχεται από το βενετσιάνικο angossa < λατ. angustia «στενό πέρασμα», αν και όχι με απόλυτη βεβαιότητα.

Για το anguish, από το γαλλικό, έχουμε στο OED:
a. OFr. anguisse, angoisse (Pr. angoissa, It. angoscia) the painful sensation of choking:—L. angustia straitness, tightness, pl. straits, f. angust-us narrow, tight, f. root angu- in ang(u)-ĕre to squeeze, strangle, cogn. w. Gr. ἄγχ-ειν.]

(Συγγενές / ομόρριζο το άγχος, έτσι;)
 

blackadder

New member
Δεν θα πήγαινε ποτέ το μυαλό μου στο άγχος!
Πολύ ενδιαφέρον, ευχαριστώ!
 

Zazula

Administrator
Staff member
Μπορεί η λέξη anguish να μην έχει έτυμον το άγχειν, αλλά η λέξη angina το έχει. :D
 
Συννεφόκαμα (αποπνικτική ζέστη με συννεφιά και άπνοια -- καλή ώρα)
Κουφόβραση
 
Εγώ προσωπικά όχι, προτιμώ το "εμπαΐλντισα". :)
 
Last edited:

daeman

Administrator
Staff member
Οπότε, λέτε και «πλαντάζω από τη ζέστη;»

Ναι, το ακούω και το λέω στην Κρήτη, ιδίως.
Στη Θεσσαλία έμαθα και το συννεφόκαμα για την κουφόβραση.
 
Top