Εσωτροπή (ρ. εσωτρέπω και ως παθητικό εσωτρέπομαι - κλίνεται όπως το αποτρέπω, αποτρέπομαι):
1. Χρησιμοποιείται στην ιατρική ως ο στραβισμός, στον οποίον τα μάτια κοιτούν αμφότερα προς στην μύτη.
2. (Προτεινόμενη 2η σημασία) Η εσωτερική ψυχική ρήξη προς ένα επίπεδο λειτουργίας μη αποτελεσματικό...