Να βάλουμε και το ΜΗΛΝΕΓ:
εικονοκλάστης [ikonoklástis], ο (ουσ. Αναύτης).
1) {ιστ., εκκλησ.}
Αυτός που υποστήριζε την κατάργηση της λατρείας των ιερών εικόνων κατά τη θρησκευτική έριδα που ξέσπασε στο Βυζάντιο τον 8ο και 9ο αι. (ΣΥΝ εικονομάχος, ΑΝΤ εικονολάτρης, εικονόφιλος1)
2)...